Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πικρὸς καὶ π

См. также в других словарях:

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… …   Dictionary of Greek

  • πιρόλα — (pirola). Φυτό μικρό της οικογένειας των πυρολιδών. Αριθμεί 20 περίπου είδη. Είναι πόες πολυετείς, χαμηλές, με μακρύ ρίζωμα, με φύλλα παράρριζα, ακέραια ή οδοντωτά και αειθαλή. Τα άνθη τους είναι λευκά, κόκκινα ή κιτρινωπά και ο καρπός τους κάψα …   Dictionary of Greek

  • αγκοστούρα — η Βοτ. φλοιός από δύο δέντρα τής Ν. Αμερικής, είδη τών γενών Γαλιπέα και Κουσπαρία (Calipea officinalis και Cusparia trifoliata). (Οικογένεια: Ρουτίδες [Rutaceae]). Είναι πικρός και αρωματικός και χρησιμοποιείται στην ιατρική ως τονωτικό και… …   Dictionary of Greek

  • μυρίκη — Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.120 μ., 206 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπενησίου. * * * και μυρικιά, η (ΑΜ μυρίκη, Μ και μυρίχη) θάμνος ρητινοφόρος, τύπος τής οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις… …   Dictionary of Greek

  • πικρόγλυκος — η, ο, Ν 1. πικρός και ταυτόχρονα γλυκός, αυτός που έχει πικρή και μαζί γλυκιά γεύση («πικρόγλυκη σάλτσα») 2. δυσάρεστος και μαζί ευχάριστος («πικρόγλυκα μαντάτα») …   Dictionary of Greek

  • λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ελλεβορώδης — ἐλλεβορώδης ες (Μ) πικρός και καυστικός σαν τον ελλέβορο …   Dictionary of Greek

  • ομφάκη — ὀμφάκη, ἡ (Α) [ὄμφαξ] πικρός και ξινός οίνος που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»